Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσ/κης, ὁ κήρυξ τῆς ἀκτίστου Θείας Χάριτος καί θεατής τοῦ ἀκτίστου Φωτός, σέ ὁμιλία[1] του στήν σημερινή Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τονίζει ὅτι ἄλλο πράγμα εἶναι «ἡ πίστις εἰς τόν Θεόν» καί ἄλλο «ἡ πίστις τῷ Θεῷ»˙ ἄλλο πράγμα εἶναι τό νά λέμε «πιστεύω εἰς τόν Θεόν» καί ἄλλο τό νά λέμε «πιστεύω τῷ Θεῷ».
Ποιά ἄραγε εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τοῦ «πιστεύω εἰς τόν Θεόν» καί τοῦ «πιστεύω τῷ Θεῷ»; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρει ὅτι τό «πιστεύω εἰς τόν Θεόν» σημαίνει τό «ὀρθῶς φρονεῖν περί τοῦ Θεοῦ», δηλ. τό νά ἔχει κανείς ὀρθή πίστη γιά τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό. Ὅπως ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως : «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν…». Καί τό «πιστεύω τῷ Θεῷ» τί νόημα ἔχει, τί σημαίνει; Τό «πιστεύω τῷ Θεῷ» σημαίνει ὅτι ἔχω ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἐμπιστεύομαι τόν Θεό, Τόν θεωρῶ ἀξιόπιστο πρόσωπο. Σημαίνει ὅτι θεωροῦμε πώς αὐτά, πού λέει ὁ Τρισυπόστατος Θεός μας, δηλ. οἱ ἐπαγγελίες, οἱ ὑποσχέσεις, οἱ ἐντολές, πού δίνει, εἶναι ἀξιόπιστες καί πρέπει νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σ’Αὐτόν. Καί ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅτι οἱ δύο αὐτές ἔννοιες θά πρέπει νά συνυπάρχουν. Πρέπει καί νά πιστεύουμε εἰς τόν Θεόν, δηλ. νά ἔχουμε εὐσεβῆ πίστη, καί νά πιστεύουμε τῷ Θεῷ, δηλ. νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του.
Οἱ δύο προαναφερθεῖσες ἀρετές, δηλ. ἡ εὐσεβής πίστη καί ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Τρισάγιο Θεό, κοσμοῦσαν κατ’ἐξοχήν τούς ἁγίους καί θεοφόρους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι πολέμησαν ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τῆς εἰκονομαχίας. Ἡ εἰκονομαχία, ἡ ὁποία κυριάρχησε στή Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία περισσότερο ἀπό ἕνα αἰῶνα, φάνηκε πρός στιγμήν ὅτι θά κατέλυε τήν ἀλήθεια. Ὅλα εἶχαν σιγήσει καί σκοτινιάσει. Καί νόμιζε κανείς ὅτι πάντοτε θά νικᾶ τό ψεύδος. Ὅμως, ὁ Θεός, διά τῶν εἰκονοφίλων ἁγίων Του, ὅπως τόν ἅγιο Γερμανό Πατριάρχη Κων/λεως, τόν ὅσιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, τήν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα κ.ἄ., ἔδωσε διέξοδο, μετά ἀπό μακρά περίοδο κατισχύσεως τοῦ ψεῦδους, τό ὁποῖο ἐκδιώχθηκε μέ τήν Ζ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο καί τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων. Σήμερα τονίζεται ἐμφαντικά καί θριαμβευτικά ὅτι «οὐ καυχεῖ πλέον αἵρεσις», δηλ. δέν καυχᾶται πλέον ἡ αἵρεση. Τό νέφος πέρασε. Φάνηκε καί ἔλαμψε ἡ ἀλήθεια. Δέν εἶναι δυνατόν τό ψεῦδος νά κατισχύσει τῆς ἀληθείας. Γι’αὐτό καί σήμερα ἑορτάζουμε ὅλοι μας οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί τήν ἑορτή τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τῆς εἰκονομαχίας καί τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων.
Παρ’ὅλ’αὐτά, μετά θλίψεως καί πόνου διαπιστώνουμε ὅτι καί σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρίσκεται σέ παρόμοια κατάσταση, ὅπως βρισκόταν καί τότε ἐπί εἰκονομαχίας. Ἡ παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ κυριαρχεῖ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκλησία περισσότερο ἀπό ἕνα αἰῶνα καί φαίνεται πρός τό παρόν ὅτι καταλύει τήν ἀλήθεια. Ὅλα σχεδόν ἔχουν σιγήσει καί σκοτινιάσει. Καί νομίζει κανείς ὅτι νικᾶ τό ψεῦδος. Ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καυχᾶται. Τό νέφος δέν ἔχει περάσει. Ἡ ἀλήθεια δέν φαίνεται καί δέν λάμπει. Τό ψεῦδος κατισχύει τῆς ἀληθείας.
Μάλιστα, ὁ Οἰκουμενισμός ἐσχάτως ἐπιζητεῖ ἀκόμη καί τήν ἐπίσημη καθιέρωση καί νομιμοποίησή του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέσῳ τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Θά ἔχετε ἀκούσει καί πληροφορηθεῖ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅτι ἡ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκλησιῶν, ἡ ὁποία συνῆλθε στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης ἀπό 21 ἕως 28 Ἰανουαρίου ἐ.ἔ., ἀποφάσισε τήν, ἐκτός ἀπροόπτου, σύγκληση τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στήν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία τῆς Κρήτης, στό Κολυμπάρι τῶν Χανίων, ἀπό 16 ἕως 27 Ἰουνίου ἐ.ἔ[2].
Ὅμως, ἡ καρδιά μας διακατέχεται ἀπό αἰσθήματα μεγάλης ἀνησυχίας καί ἀγωνίας γιά τήν ἔκβαση αὐτῆς τῆς Συνόδου, διότι, ὅπως φαίνεται ἀπό τά δημοσιευθέντα ἐπίσημα κείμενα[3] τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως, οἱ ἰθύνοντες τῆς Συνόδου ἀποσκοποῦν στή ἐπισημοποίηση καί ἑδραίωση τῆς παναιρέσεως τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἐπισήμου γραμμῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί μάλιστα μέ πανορθόδοξη συνοδική ἀπόφαση, νομιμοποίηση καί θεσμοθέτηση. Βαίνουμε, δηλ. πρός πανορθόδοξη ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν, καί πρός ἀποδοχὴ τῆς προτεσταντικῆς «θεωρίας τῶν κλάδων», τῆς διευρυμένης ἐκκλησιολογίας τῆς Β´ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου περὶ πλήρους καὶ ἐλλιποῦς ἐκκλησιαστικότητος καί τοῦ οἰκουμενιστικοῦ ἐκκλησιολογικοῦ μοντέλου τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν». Ὅμως, μέ τόν τρόπο αὐτό, ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἔρχεται σέ σφοδρή σύγκρουση καί ἀντιπαράθεση μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση δεκαεννέα αἰώνων, κατά τούς ὁποίους ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καί ὅλες οἱ διευρυμένες ἐνδημοῦσες Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινούπολης ὀνόμαζαν τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό καθαρά καί ξάστερα αἱρέσεις καὶ αἱρετικούς. Καί ἐνῶ αὐτά τά θέματα ἔπρεπε νὰ ἐγγραφοῦν εὐθέως πρὸς συζήτηση καί καταδικαστική ἀπόφαση στὴ Σύνοδο, οἱ Προκαθήμενοι τά θεωροῦν δεδομένα.
Πρός ἐνημέρωση, λοιπόν, ὑμῶν, τοῦ πιστοῦ καί φιλοχρίστου λαοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, ἐπιθυμοῦμε σήμερα νά παρουσιάσουμε στήν ἀγάπη σας κάποια ἀποσπάσματα ἀπό τίς κατά πάντα ὀρθόδοξες, θεοφώτιστες καί θεόπνευστες γνώμες τριῶν μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν καί προσωπικοτήτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας σχετικά μέ τό φλέγον θέμα τῆς μελλούσης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»˙ τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Ἰουστίνου Πόποβιτς, καί τῶν ὁσιακῶν μορφῶν καί ἡγιασμένων Γερόντων πατρός Φιλοθέου Ζερβάκου καί πατρός Ἀθανασίου Μυτιληναίου.
Ὁ σύγχρονος ἅγιος τῆς Ἁγιοσαββιτικῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθηγητής τῆς Δογματικῆς καί Οἰκουμενικός Διδάσκαλος, Ὅσιος καί Θεοφόρος Πατήρ ἡμῶν Ἰουστῖνος Πόποβιτς, τό 1971 ὑπέβαλλε μία ἔκθεση σχετικά μέ τό θέμα τῆς «Πανορθοδόξου Συνόδου» πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς ἐν Σερβίᾳ Ἐκκλησίας[4], στήν ὁποία μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει : «Ἐάν τά σύγχρονα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν λύνονται μέ τόν Θεάνθρωπο καί κατά τόν θεανθρώπινο, ἀποστολικό, ἁγιοπατερικό τρόπο, εἶναι ἀδύνατο νά λυθοῦν ὀρθοδόξως καί θεαρέστως. Θά ὁδηγήσουν κατ’ἀνάγκην σέ καταστροφές, σέ σχίσματα, σέ αἱρέσεις καί σέ πολυποίκιλες οὐμανιστικές πλάνες, σέ μηδενισμούς καί ἀναρχισμούς. Αὐτό ἰσχύει ἀπό κάθε ἄποψη καί γιά τό πρόβλημα τῆς συγκλήσεως τῆς νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἐπισπεύδεται τελευταίως ἀπό ὀρισμένους κύκλους καί ἐπιβάλλεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Προσωπικῶς δέν βλέπω ὅτι, κατά τίς σημερινές περιστάσεις, ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτη ἀνάγκη γιά τήν σύγκληση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐάν, ὅμως, ὑπάρχει, τότε ἡ παροῦσα στιγμή εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλη στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Διότι, γιά νά πραγματοποιηθεῖ ἕνα τέτοιο ἔργο ἱστορικῆς σημασίας ἐπιτυχῶς, εἶναι ἀναγκαῖο νά δημιουργηθοῦν οἱ κατάλληλες συνθῆκες γι’αὐτό καί νά γίνουν ἐγκαίρως οἱ θεμελιώδεις προετοιμασίες. Σήμερα, ὅμως, καθ’ὅσον γνωρίζω, δέν ὑπάρχει οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο… Τί, λοιπόν, νά ποῦμε ὡς πρός τίς συνθῆκες τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Αὐτές εἶναι, γιά νά μιλήσουμε μέ συντομία, ἀπελπιστικές σέ ὅλες, λίγο ἤ πολύ, τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Κάθε νέα Οἰκουμενική Σύνοδος δέν θά εἶναι οὔτε ἁγία, οὔτε Οἰκουμενική, ἐάν πρωτίστως δέν δεχθεῖ τίς προγενέστερες Οἰκουμενικές καί ἀσάλευτες ἀποφάσεις τους. Στήν πραγματικότητα, ἡ νέα Οἰκουμενική Σύνοδος πρέπει νά εἶναι συνέχεια τῶν προγενεστέρων ἐννέα Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γιά νά εἶναι Ὀρθόδοξη καί Οἰκουμενική».
Στό ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καί ὁ ἡγιασμένος Γέρων π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ὁποῖος τό 1926 ἔγραψε ἕνα ἐξόχως λίαν ἐπίκαιρο κείμενο περί Οἰκουμενικῆς Συνόδου[5], στό ὁποῖο ἐκφράζει ὀρθόδοξες θέσεις καί πατερικό φρόνημα.
Λέει ὁ π. Φιλόθεος : «Ὥστε ὅλως περιττή νομίζουμε ὅτι εἶναι ἡ σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά ζητήματα, στά ὁποία ἔχουν ἀποφανθεῖ διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καί οἱ θεόσοφοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκτός ἐάν νομίζει ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί ἡ περί αὐτόν Σύνοδος καί κάποιοι ἄλλοι ἀπό τούς Ἱεράρχες ὅτι, ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων καί θείων Πατέρων, ἔχουν τό δικαίωμα νά κάνουν μεταρρυθμίσεις καί καινοτομίες, ὁπότε ὀφείλουν νά στοχασθοῦν καλά τόν κίνδυνο, στόν ὁποῖο θά ὑποβάλουν τούς ἑαυτούς τους, καί τήν βλάβη, τήν ὁποία θά προξενήσουν στό χριστεπώνυμο πλήρωμα. Σύνοδος δέ, ἡ ὁποία δέν θά ἀκολουθήσει τά ἤθη καί τά ἔθη, τούς κανόνες καί τίς παραδόσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά θά προσπαθήσει νά τά μετατρέψει καί νά τά μεταρρυθμίσει, δέν εἶναι δυνατόν ποτέ νά ἔχει κῡρος, οὔτε νά ὀνομασθεῖ Σύνοδος κανονική ἤ Οἰκουμενική. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, «μία γνήσια καί ἔννομη Οἰκουμενική Σύνοδος δέν καταπατεῖ τά θεσπίσματα τῶν ἄλλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε πρεσβεύει τά ἀντίθετα ἀπό αὐτές, οὔτε, τελευταῖον, ὁρίζει αὐτά, πού δέν εἶναι σύμφωνα μέ τό νόμο καί τή δικαιοσύνη, καί οὔτε ἀγωνίζεται νά κατασκευάζει τά πιό ψευδῆ πράγματα σέ πάρα πολλές συνελεύσεις.
Ὅποιο κῦρος καί ὅποια ὀνομασία ἔλαβε ἡ Σύνοδος, πού συνεκλήθη ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου στή Βλαχέρνα ἐναντίον τῶν θείων εἰκόνων, καί ἡ Σύνοδος στή Φερράρα-Φλωρεντία, τέτοια θά λάβει καί ἡ μέλλουσα νά συγκληθεῖ Σύνοδος ἐάν δέν τηρήσει τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ μέν ἐπί Κοπρωνύμου Σύνοδος ὀνομάσθηκε μιαρά Σύνοδος καί οἱ Ἀρχιερεῖς, πού τήν συγκρότησαν, καθαιρέθηκαν καί παραδόθηκαν στό ἀνάθεμα ἀπό τήν Ἁγία 7η Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ δέ ἐν Φλωρεντία Σύνοδος ἐκλήθη καί καλεῖται μέχρι καί σήμερα ψευδοσύνοδος καί ἀπό ἕνα καί μόνο Μητροπολίτη, τόν Ἁγιώτατο Μᾶρκο Ἐφέσου, ἀνατράπηκε καί ἀκυρώθηκε…
Στά ἴδια πλαίσια κινεῖται καί ἡ σκέψη τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, ὁ ὁποῖος διετέλεσε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Δημητρίου Κομνηνείου στό Στόμιο Λαρίσης, καί, κατά κοινή ὁμολογία, ἦταν ὀρθοδοξότατος στό φρόνημα, ἐμβριθής μελετητής τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ὁ καλύτερος καί πιστότατος ἑρμηνευτής καί ἀναλυτής της στόν 20ό αἰῶ. Ὁ π. Ἀθανάσιος σέ μιά ὁμιλία του τό 1991, ἑρμηνεύοντας τό 15ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ἀναπτύσσει τά σχετικά μέ τήν Ἀποστολική Σύνοδο καί τήν συγκρίνει μέ τήν μέλλουσα Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ἔχει, ὅπως θά διαπιστώσουμε, καί πολλές ἀναφορές στόν ὅσιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς.
Λέει, λοιπόν : «Ὁ σκοπὸς μιᾶς Συνόδου εἶναι νὰ φέρει τὴν εἰρήνη… Φημολογεῖται ἡ συγκρότηση μιᾶς Συνόδου Οἰκουμενικῆς, ἡ ὁποία θὰ γίνει στὶς μέρες μας… Ἐρωτοῦμε : τί θὰ περιέχει αὐτὴ ἡ Σύνοδος; Δηλαδὴ μὲ τί θὰ ἀσχοληθεῖ;…Ὅπως λέει ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, εἶναι χαρακτηριστικό, πὼς σὲ κάθε προσυνοδική ἐργασία, ποὺ γίνεται, αὐτῆς τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ἀλλάζουν καὶ τὰ πράγματα. Καὶ ἔτσι δὲν μένει κάτι σταθερό. Αὐτὸ βέβαια τὸ κατακρίνει ὁ π. Ἰουστῖνος. . .
Εἶναι, ὅμως, καὶ κάτι ἄλλο. Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θὰ συγκαλέσουν τὴν Σύνοδο, ἢ ἐκεῖνοι, ποὺ θὰ παρακαθίσουν στὴ Σύνοδο, ποιοί θὰ εἶναι; Οἱ Ἐπίσκοποι, ποὺ θὰ καθίσουν, γιὰ νὰ συζητήσουν τὰ θέματα τῆς Συνόδου, σὲ ποιά πνευματικὴ καταστάση βρίσκονται; Ὀρθοδοξοῦν ἢ δὲν ὀρθοδοξοῦν;
Αὐτοὶ, λοιπὸν, οἱ ἄνθρωποι, ἅμα θὰ καθίσουν στὸ τραπέζι τῶν συζητήσεων, θὰ κινηθοῦν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ; Εἶναι πολὺ σοβαρὰ πράγματα. Προσέξτε! Οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις ἔχουν ἤδη χαλκεύσει καὶ ἔχουν ἤδη πείσει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν οἰκουμενιστικὲς θέσεις. Βεβαίως, εἶναι Οἰκουμενιστές! Δυστυχῶς, πλὴν ἐξαιρέσεων. Λοιπόν, στὸ σχέδιο τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, ποὺ ἔχουν ἐγκλωβίσει ἤδη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχει τὸ ἑξῆς σχέδιο : Νὰ ἐπέλθει ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν». Ὀρθοδοξίας, Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη φάση.
Ἀλλὰ, δὲν σταματάει τὸ κακὸ ἐκεῖ. Ἔχουμε ἀκόμα μία φάση. Εἶναι ἡ φάση ἑνώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ, μὲ τὰ τρία αὐτὰ (Ὀρθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικισμὸς καὶ Προτεσταντισμὸς), μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Ὅλα αὐτὰ ἤδη ἔχουν μπεῖ σὲ δοκιμασία. Δηλ., ὅπως, ὅταν θέλουμε νὰ κάνουμε μία θεατρικὴ παράσταση, γίνεται μία δοκιμή καὶ δεύτερη καὶ Τρίτη, καί μετὰ γίνεται μία πρόβα τζενεράλε, μία γενικὴ πρόβα. Ὅλες αὐτὲς οἱ συναντήσεις, ποὺ γίνονται, πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ, καὶ ποὺ συμμετέχουν, δυστυχῶς, καὶ ὀρθόδοξοι, μὰ στὴν Εὐρώπη εἶναι, μὰ στὴν Ἀμερική, εἶναι καμώματα τῆς γενικῆς πρόβας. Νὰ δοῦν πῶς πάει τὸ πρᾶγμα. Ὥστε, λοιπὸν, τὸ μεθεπόμενο βῆμα εἶναι αὐτό. Εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν.
Μὰ, σᾶς ἐρωτῶ : Τότε γιατί νὰ εἶμαι Χριστιανός; Καὶ ἂν λέμε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς σώζει καὶ τίποτα ἄλλο δὲν σώζει, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία σώζει καὶ τίποτα ἄλλο δὲν σώζει, τότε; Τότε τὸ κριτήριο δὲν εἶναι πιὰ ἡ σωτηρία. Ποιό θὰ εἶναι τὸ κριτήριο; Τὸ κριτήριο εἶναι κάτι ἄλλο. Ἂς ποῦμε ὅτι εἶναι πολιτικό. Ἂς ποῦμε ὅτι εἶναι κοινωνικὸ τὸ κριτήριο. Διότι, μὴν ξεχνᾶτε, οἱ σύγχρονοι ἡγέτες, οἱ πολιτικοὶ ἡγέτες σὲ ὅλο τὸν κόσμο, τὴν θρησκεία τὴν βλέπουν σὰν ἕνα στοιχεῖο, μέ τό ὁποῖο μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐπηρεάζει τὰ πλήθη, νὰ ἐπηρεάζει τοὺς λαούς.
Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, δὲν τούς ἐνδιαφέρει τὸ φαινόμενο, ποὺ λέμε σωτηρία, τοὺς εἶναι τελείως ἀδιάφορο. Θὰ ἔχουν ἐπιτύχει κάτι ἄλλο· τὴν λεγομένη παγκόσμια «εἰρήνη» καὶ τὴν παγκόσμια «ἀγάπη». Γι’ αὐτὸ πολὺ ὀρθά, ἐστάλη μήνυμα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φλωρίνης (τόν μακαριστό Αὐγουστῖνο Καντιώτη). Ναί, εἶπε, ἀγάπη, ἀλλὰ «ἐν ἀληθείᾳ». Καὶ αὐτὸ τὸ «ἀγάπη ἐν ἀληθείᾳ»[6] εἶναι φράσεις τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.
Θὰ ἔχουμε «εἰρήνη» στὴν κοινωνία, στὸν κόσμο. Δὲν θὰ ἔχουμε πολέμους, θὰ ἔχουμε «ἀγάπη». Ἐκεῖ σταματᾶμε; Πέστε μου, πότε ἐμφανίστηκε μεγαλύτερη αἵρεση ἀπὸ αὐτὴ ἐδῶ, τὴν ὁποία σερβίρει, ἡ παναίρεση, κατὰ τὸν π. Ἰουστῖνο, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὸ ἀντιλαμβάνεστε; Δὲν ἔχουμε τὸ στοιχεῖο τῆς σωτηρίας, καὶ συνεπῶς ματαιοπονοῦμε. Κατεβάσαμε τὸν Χριστιανισμό, στὸ ἐπίπεδο τοῦ κοινωνισμοῦ.
Λοιπόν, αὐτὰ ποὺ λέμε, μὲ κύριο στοιχεῖο τήν μέλλουσα Σύνοδο, ξέρετε ὅτι ἀποτελοῦν ἕναν πειρασμὸ στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας παγκοσμίως. Ναί, ἕνας πειρασμός. Αὐτὸς ὁ πειρασμός ξέρετε τί ἐπιδιώκει νὰ ἐπιτύχει; Καὶ γιατὶ εἶναι πειρασμός; Γιατὶ, θὰ προσπαθήσει νὰ ξεθωριάσει τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ, ποὺ ὁ Ἄρειος δὲν τὰ κατάφερε, καὶ ἐκεῖ, ποὺ ὁ Μονοφυσιτισμὸς δὲν τὰ κατάφερε, ὁ Οἰκουμενισμὸς ἔβαλε μπροστὰ νὰ τὰ καταφέρει. Διότι, ὅταν ξεθωριάσουν καὶ τὸ ἀνθρώπινο καὶ τὸ θεῖο στοιχεῖο στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε τί ἔχουμε;
Αὐτὸς ὁ πειρασμὸς φαίνεται ὅτι θὰ εἶναι ὁ τελευταῖος τῆς ἱστορίας. Πειρασμός δεινός, διότι εἶναι προφητευμένο. Τὸ προφητεύει ὁ Χριστός καὶ εἶναι στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἀκοῦστε τί λέει : «Ὅτι ἐτήρησας τὸν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου, κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ, τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης πειρᾶσαι τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς. Ἔρχομαι ταχύ, κράτει ὃ ἔχεις ἵνα μηδεὶς λάβῃ τὸν στέφανόν σου»[7]. Ἐπειδὴ, λέγει, ἐσὺ φύλαξες (τήρησες) τὸν λόγο τῆς ὑπομονῆς Μου, καὶ Ἐγὼ θὰ σὲ φυλάξω. Ἐδῶ δηλ. ὁ λόγος τῆς ὑπομονῆς τοῦ Χριστοῦ τί εἶναι; Εἶναι ἡ ὑπομονὴ, ποὺ δίδει ὁ Χριστὸς σ’ὲκείνους, ποὺ πῆραν τὴν ἀποφάσι νὰ μείνουν κοντά στὸν ἀνόθετο Χριστό. Δηλ. σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸ νὰ ἔχεις ὑπομονὴ καὶ να μὲ κρατᾶς ἐμένα τὸν Κύριο μέσα σὲ ἀντίξοες καταστάσεις. Ἐπειδὴ τήρησες, κι Ἐγὼ θὰ σὲ τηρήσω, θὰ σὲ φυλάξω. Ἀπὸ ποῦ θὰ σὲ φυλάξω; Ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθει ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης! Πολὺ μεγάλος πειρασμός. Ἀλλ’ «ἔρχομαι ταχύ», γρήγορα. Κράτα καλὰ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἔχεις, γιὰ νὰ μὴν πάρει κανεὶς τὸ στεφάνι τῆς τιμῆς σου καὶ τῆς δόξης σου.
Ἀλλὰ, προσέξτε ἐδῶ! Ποιός εἶναι ὁ πειρασμὸς αὐτός; Εἶναι γραμμένο. Ὁ πειρασμὸς αὐτός, ἀφοῦ θὰ καλύπτει ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, δὲν θὰ εἶναι παρὰ ἡ μεγάλη νοθεία τῆς πίστεως στὸ Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ πετύχει μόνο ὁ Οἰκουμενισμός, ἀφοῦ θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Ἔτσι ὁ Οἰκουμενισμὸς κατ’ οὐσίαν προσβάλει τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέχρι νὰ τὸ ἐξαφανίσει. Ἀλλά, ἀφοῦ τήν ἐξαφάνιση τοῦ Θεανθρωπίνου προσώπου τοῦ Χριστοῦ θὰ τήν κάνει ὁ Ἀντίχριστος, τότε τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός; Εἶναι ἀντίχριστος μέθοδος, ἀντίχριστος τρόπος.
«Κράτει ὃ ἔχεις». Τί ἔχεις; Αὐτὸ, ποὺ ἔχουμε, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἡ πίστη, ἡ ὀρθὴ πνευματικότητα καὶ ἡ ὀρθὴ ὁμολογία. Τρία πράγματα. Ἡ ὀρθὴ πιστὴ εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία γεννάει τὴν ὀρθὴ πνευματικότητα.
Ἔτσι, οἱ πιστοί, ἀγαπητοί μου, ὅταν βλέπουν τέτοιες Συνόδους καὶ οἰκουμενιστές συνέδρους, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ χαίρουν, ὅπως ἔχαιραν τότε οἱ παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου; «Ἐχάρησαν»[8], λέγει. Εἶχαν τοὺς λόγους τους νὰ χαίρονται. Σήμερα δὲν ἔχουμε τοὺς λόγους μας νὰ χαιρόμαστε. Οἱ πιστοὶ χαίρονται μόνο γιὰ ὅ,τι εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Μόνο τότε χαίρονται»!
Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Οἱ προαναφερθεῖσες ἔγκυρες μαρτυρίες τῶν τριῶν μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν καί προσωπικοτήτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας σχετικά μέ τό φλέγον θέμα τῆς μελλούσης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ὑπῆρξαν ἱκανῶς διαφωτιστικές, γιά νά κατανοηθεῖ ἡ ἀγωνία διά τήν ἐπικείμενην Σύνοδον. Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός θά δώσει διέξοδο, ἀκόμη καί μετά ἀπό τήν μακρά περίοδο ἑνός καί πλέον αἰῶνος κατισχύσεως τοῦ ἐπαράτου Οἰκουμενισμοῦ, ἔτσι ὥστε νά μπορέσουμε καί πάλι στήν ἐποχή μας νά φωνάξουμε θριαμβευτικά ὅτι «οὐ καυχεῖ πλέον ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», τό νέφος πέρασε, φάνηκε καί ἔλαμψε ἡ ἀλήθεια καί νά ἑορτάσουμε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί τήν ἑορτή τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῶν παναιρετικῶν οἰκουμενιστῶν.
Ἔτη πολλά καί εὔδρομος ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή!
Μετά πατρικῶν εὐχῶν
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ + ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
[1] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὁμιλία Η΄ περί πίστεως, ἐν ᾗ καί τῆς κατ’εὐσεβείαν ὁμολογίας ἔκθεσις, ΕΠΕ 72, ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσ/κη 1985, σ. 209.
[2] http://fanarion.blogspot.gr/2016/01/21-28.html
[4] Σχ. βλ. Α.Δ. ΔΕΛΗΜΠΑΣΗΣ, Πανορθόδοξος Σύνοδος. Σύνοδοι, Ἀντισύνοδοι καί ἡ «Πανορθόδοξος Σύνοδος», Ἀθήναι 1976, σσ. 111-118.
[5] Σχ. βλ. Ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος (ὁ οὐρανοδρόμος ὀδοιπόρος, 1884-1980), τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1988, σσ. 43-49.
[6] Β΄ Ἰω. 3. [7] Ἀποκ. 3, 10-11.
[8] Πραξ. 15, 31.